- κλιβάνων
- κρίβανοςcovered earthen vesselmasc gen pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… … Dictionary of Greek
θερμηλασία — Η εν θερμώ κατεργασία μετάλλου ή κράματος με σκοπό αυτό να λάβει καθορισμένες διαστάσεις και χαρακτηριστικές ιδιότητες. Το πόσο χαμηλή ή υψηλή πρέπει να είναι η θερμοκρασία εξαρτάται από το είδος που υφίσταται την κατεργασία. Τα πιο συνηθισμένα… … Dictionary of Greek
πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… … Dictionary of Greek
πυροπυξίδα — η, Ν πυρομετρικό όργανο τής θερμοκρασίας τών κλιβάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + πυξίδα. Η λ., στον πληθ. πυροπυξίδες, μαρτυρείται από το 1856 στον Έρμ. Λούντζη] … Dictionary of Greek
χλουβοκεραμεύς — έως, ὁ, Μ πιθ. κατασκευαστής καμίνων ή κλιβάνων … Dictionary of Greek
αεραέριο ή αέριο Ζίμενς — Αέριο το οποίο ονομάζεται επίσης και φτωχό, εξαιτίας της χαμηλής θερμαντικής ικανότητάς του. Αποτελείται κυρίως από άζωτο, σε ποσοστό 65 70% και μονοξείδιο του άνθρακα (CO) κατά 25% περίπου. Τα υπόλοιπα συστατικά του είναι υδρογόνο, διοξείδιο του … Dictionary of Greek